«Είπα αποκλείεται, δεν είναι ο Κυριάκος μου μέσα... Ο Θεός δεν άφησε να γίνει τέτοιο κακό»
Φοινιώ Σάββα 06:00 - 14 Αυγούστου 2023
«Όταν γινόταν η διαδικασία της αναγνώρισης ήταν όλο το δράμα. Να μπαίνεις σε μία αίθουσα και να περπατάς ανάμεσα σε ένα ποδαράκι, ένα χεράκι, ένα κεφαλάκι, ένα κάρβουνο. Να μην ξέρεις ποιος είναι και να ψάχνεις απεγνωσμένα να βρεις τον άνθρωπό σου, για να τον θάψεις, όπως του πρέπει. Τελικά τον βρήκαμε, σε άσχημη κατάσταση, αλλά τον βρήκαμε και τον θάψαμε. Ήταν η πρώτη κηδεία που έγινε. Τον θάψαμε εδώ στην Αθήνα, αλλά επειδή η επιθυμία του ήταν να θαφτεί στην Κύπρο, μετά από 3-4 χρόνια τον μετέφερα στην Κύπρο. Τότε δεν μπορούσαμε να τον αποχωριστούμε και τον θάψαμε στην Αθήνα».
Αυτά είναι τα λόγια της κας. Νίκης Μιχαηλίδου, η οποία μιλούσε με τρεμάμενη φωνή, καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης. Μία γυναίκα που βίωσε στο πετσί της την τραγωδία της HELIOS, που άφησε πίσω της 121 νεκρούς, δεκάδες οικογένειες στα μαύρα, πόνο, θλίψη, οδύνη και πληγές. Πληγές που δεν επουλώνονται ποτέ και μέχρι και σήμερα, δεκαοχτώ χρόνια μετά, είναι ανοιχτές και αιμορραγούν.
Η κα. Νίκη ήταν ανάμεσα σε εκείνους που έμειναν πίσω. Στο αεροπλάνο ήταν ο σύζυγός της, Κυριάκος Μιχαηλίδης, ο οποίος ήταν στο ταξίδι για επιστροφή στην Αθήνα, όπου διέμεναν. Είχε ταξιδέψει στην Κύπρο για να επαγγελματικούς λόγους και επέστρεφε στο σπίτι του, στην οικογένειά του. Είχε πλάνα να επιστρέψει στο νησί, μέσα στις επόμενες μέρες. Πλάνα που δεν υλοποιήθηκαν ποτέ…
Η σύζυγός του και τα δύο του παιδιά είναι ανάμεσα στους πολλούς, που από τις 14 Αυγούστου 2005, έχουν μόνιμα στο μυαλό τους ένα γιατί. Ένα αναπάντητο γιατί. Ένα γιατί που απευθύνεται στην Πολιτεία σε Κύπρο και Ελλάδα. Γιατί άφησαν ένα αεροπλάνο, το οποίο είχε βλάβη, να πετάξει; Γιατί δεν το απέσυραν; Γιατί τώρα, αντί να είναι με τους δικούς τους ανθρώπους, ζουν ένα ατελείωτο δράμα;
Είναι η δεύτερη καλοκαιρινή τραγωδία που έζησε
Η τραγωδία της HELIOS, δυστυχώς δεν ήταν η πρώτη για την κα. Νίκη, η οποία κατάγεται από την κατεχόμενη Κυθρέα. Έζησε την τουρκική εισβολή και στην πρώτη φάση της έχασε τον μεγάλο της αδελφό, ενώ στη δεύτερη, όταν αναγκάστηκε μαζί με την οικογένειά της να φύγει από το σπίτι της, για να σωθεί από τα στρατεύματα του Αττίλα, έχασε τον μικρό της αδελφό, σε ηλικία μόλις 17,5 ετών.
««Εμείς είμαστε από την κατεχόμενη Κυθρέα. Ο αδελφός μου είχε χαθεί, στις 14 Αυγούστου 1974, στην κατεχόμενη Μια Μηλιά και έκτοτε αγνοείται. Ήταν 17,5 ετών παλικάρι. Είχε πάει τον Φεβρουάριο στον στρατό, ήταν ένα αμούστακο παιδί, το έλεγε η καρδούλα του. Ήταν παιδί με ψυχή, αλλά δυστυχώς δεν τα κατάφερε με τις ορδές των Τούρκων. Στην πρώτη εισβολή είχα χάσει και τον αδελφό μου. Βρέθηκαν τα οστά του με τη μέθοδο του DNA, τον θάψαμε με τις τιμές που θάβουν ένα ήρωα, αλλά τον μικρό ακόμη να τον βρούμε».
Η 14η Αυγούστου, πριν το μοιραίο εκείνο καλοκαίρι του 2005, ήταν ήδη μία δύσκολη ημέρα για την κα. Νίκη. Ωστόσο, από το 2005 και μετά, είναι μία μέρα που δεν θέλει να ξημερώνει.
«Ήταν μία πολύ τραγική ημερομηνία και 14 Αυγούστου έμελλε να ζήσω και αυτή την τραγωδία. Δεν μπορούσε η οικογένειά μου να λείπε από αυτή την τραγωδία. Έχασα τον άνδρα μου, νεότατο ακόμη. Γύριζε από την Κύπρο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη τη μέρα. Ο Κυριάκος είχε αποφασίσει να πάει στην Κύπρο, επειδή είχαμε ένα μαγαζί και ήθελε να το επισκεφτεί. Ήταν στο ταξίδι της επιστροφής και είχε προγραμματίσει να ξαναπάει πίσω στην Κύπρο. Όμως έγινε το δυστύχημα.
Ήταν 10:30, είχε επιστρέψει από την εκκλησία και άρχισε να περνά το τρέιλερ στην τηλεόραση, με μικρά γράμματα από κάτω, ότι χάθηκε το στίγμα αεροπλάνου. Δεν έδωσα σημασία εκείνη την ώρα, αλλά ωστόσο είχα ξεκινήσει να τηλεφωνώ στο σύζυγό μου, επειδή σκέφτηκα ότι και καθυστέρηση να υπήρχε, θα είχε φτάσει μέχρι εκείνη την ώρα και θα είχε ανοίξει το κινητό, μέχρι να πάρει τις βαλίτσες του.
Στις 11:00 είδα ξανά το τρέιλερ και έλεγε ότι είχε χαθεί στο στίγμα αεροπλάνου κυπριακής εταιρείας. Δεν μπορούσα να καταλάβω ακόμη. Μέχρι εκείνη την ώρα, δεν μπορούσα να το συνδέσω και έλεγα ότι υπήρχε καθυστέρηση. Από τις 11:00 και μετά άρχισαν να μου μπαίνουν υποψίες και άρχισα να παίρνω τηλέφωνα, στο αεροδρόμιο στην Κύπρο, αν έφυγε το αεροπλάνο, τι ώρα έφυγε, αν έφτασε, που βρίσκεται κλπ. Άρχισαν και έμπαιναν υποψίες, ότι κάτι είχε γίνει. Δεν έλεγαν ότι ήταν της HELIOS, δεν έλεγαν την εταιρεία, απλά ότι χάθηκε στίγμα αεροπλάνου.
Στις 11:30 το ανακοίνωσαν ότι χάθηκε το στίγμα του αεροπλάνου της HELIOS. Από εκείνη την ώρα, ακολούθησαν τραγικές στιγμές στην οικογένειά μου, δεν χρειάζεται να τις περιγράψουμε, αλλά εκείνη η συγκεκριμένη ημέρα, εκείνη η συγκεκριμένη ώρα, εκείνη η συγκεκριμένη μέρα, η Κυριακή 14 Αυγούστου 2005, 11:00 το πρωί, έχει αλλάξει όλη την πορεία της ζωής μου, της ζωής των παιδιών μου.
Εγώ από την αρχή δεν ήθελα να πάει σε αυτό το ταξίδι στην Κύπρο και επέμενα. Είχα ένα προαίσθημα και του έλεγα ότι δεν ήθελα να πάει στην Κύπρο. Μάλιστα, την Τετάρτη πριν τις 14 Αυγούστου, μου είχε πει ότι θέλει να πάει την επόμενη ημέρα στην Κύπρο και να επιστρέψει με τον πατέρα του την Κυριακή. Δεν τον άφησα να πάει, δεν ξέρω τι με είχε πιάσει, όμως δεν του επέστρεψα. Διαίσθηση της μάνας, ένστικτο, δεν ξέρω τι ήταν, δεν του επέτρεψα. Ευτυχώς που με άκουσε, η επιμονή μου τον έκανε να κάνει πίσω.
Έχω φίλους, που μας ένωσε ο πόνος, μετά από αυτό το δυστύχημα που έγινε και έχουμε επαφή μέχρι και σήμερα, δεκαοκτώ χρόνια μετά. Άνθρωποι που ζούνε μετά βίας, επειδή έχασαν τα παιδιά τους, τα αδέλφια τους, όπως και εγώ ζω μετά βίας. Αλλά η ζωή συνεχίζεται και έπρεπε να σταθώ στα πόδια μου, για τα παιδιά μου, που ήταν 20 και 25 ετών και σπουδάζανε. Δύο αγόρια, έπρεπε να τα στηρίξω και να σταθώ βράχος δίπλα τους και έτσι και έκανα. Προχώρησα για χάρη των παιδιών μου. Αυτό θα ήθελε και ο άνδρας μου, να στηρίξω τα παιδιά του.
Όταν έμαθε για την πτώση…
«Είπα ότι δεν είναι δυνατό, αποκλείεται. Ο Θεός δεν άφησε να γίνει τέτοιο κακό. Όχι, δεν είναι ο άνδρας μου μέσα, δεν είναι ο Κυριάκος μου μέσα, λέω. Είπα ότι ο άνδρας μου ήταν ζωντανός. Δεν ήθελα να το δεχτώ. Δεν ήθελα να δεχτώ ότι ο Κύριος μου έδωσε τέτοια δοκιμασία. Αλλά δυστυχώς, ήταν κι αυτός μέσα.
Από την πρώτη στιγμή έτρεξα στο Γραμματικό, αλλά δεν με άφησαν να ανέβω επάνω. Ο 20χρονος γιος μου ήταν στο σπίτι και κοιμόταν και ξύπνησε από τα ουρλιαχτά μου. Ο μεγάλος μου γιος, ο 25χρονος ήταν διακοπές στη Ζάκυνθο. Του το είπαμε με όσο πιο ήπιο τρόπο μπορούσαμε να του το πούμε και παρακάλεσα τους φίλους του και τον έφεραν σιγά-σιγά στην Αθήνα.
Μετά ξεκίνησε ο αγώνας της αναγνώρισης. Εκεί είναι το δράμα όλο. Να μπαίνεις σε μία αίθουσα και να περπατάς ανάμεσα σε ένα ποδαράκι, ένα χεράκι, ένα κεφαλάκι, ένα κάρβουνο. Να μην ξέρεις ποιος είναι και να ψάχνεις απεγνωσμένα να βρεις τον άνθρωπό σου, για να τον θάψεις, όπως του πρέπει. Τελικά τον βρήκαμε, σε άσχημη κατάσταση, αλλά τον βρήκαμε και τον θάψαμε. Ήταν η πρώτη κηδεία που έγινε. Τον θάψαμε εδώ στην Αθήνα, αλλά επειδή η επιθυμία του ήταν να θαφτεί στην Κύπρο, μετά από 3-4 χρόνια τον μετέφερα στην Κύπρο. Τότε δεν μπορούσαμε να τον αποχωριστούμε και τον θάψαμε στην Αθήνα.
Βρήκαμε τα πάντα, εκτός από το τσεκ επιταγών, λεφτά, τα διαβατήρια και την ταυτότητά του, όλα τα άλλα τα βρήκαμε. Βρήκαμε την βαλίτσα με τα ρούχα του και αρκετά από τα αντικείμενά του. Βρήκα τα κινητά του. Του άνοιξα το χέρι και έβγαλα το κομποσκοίνι από μέσα. Πάνω του είχε και το ρολόι και το σταυρό του. Όλα αυτά τα βρήκαμε, αλλά εκείνα που ήταν στο τσαντάκι του, δεν τα βρήκαμε. Ας ήταν εδώ, όμως ο άνθρωπός μας και αυτά θα μπορούσαμε να τα ξανακάνουμε.
Πάντα είναι μαζί μας, όμως, δεν έχει φύγει ποτέ. Είναι εδώ, μαζί μας, συνεχώς. Όμως, η ζωή συνεχίζεται, έχουν έρθει εγγόνια, τα εγγόνια του ρωτάνε συνέχεια για τον παππού τους και ειδικά αυτές τις ημέρες, που είναι το μνημόσυνο. Πηγαίνουμε μαζί στο Γραμματικό χέρι-χέρι, εναποθέτουν ένα λουλουδάκι στη θέση που βρήκαμε τον παππού και φεύγουμε. Δεν θέλω να έρχεται αυτή η μέρα. Θέλω αν είναι δυνατόν, από τη 13η να πηγαίνουμε στην 15η Αυγούστου, να μην έρχεται ποτέ αυτή η μέρα.
Δεν θέλω να ξημερώνει εκείνη η μέρα, είναι πάρα πολύ δύσκολη. Δεν περιγράφεται πόσο δύσκολη είναι. Οι θύμησες, τα τηλέφωνα, οι τηλεοράσεις, ο κόσμος, η βουή, ότι μέσα στο μυαλό μου υπήρχε η σκέψη ότι “χάθηκε ο σύζυγός μου, χάθηκε ο σύζυγός μου, χάθηκε ο σύζυγός μου”. Όλα αυτά γυρίζουν σαν κινηματογραφική ταινία. Από τις 15 Ιουλίου δεν είμαι καλά, επειδή είναι η επέτειος του Πραξικοπήματος, το οποίο ζήσαμε. Μετά είναι η 20 Ιουλίου, η επέτειος της Εισβολής, την οποία ζήσαμε. Μετά οι 14 Αυγούστου, που ήταν η δεύτερη εισβολή, την οποία ζήσαμε την προσφυγιά και έζησα και αυτό. Όλα αυτά είναι πληγές, που δεν επουλώνονται. Δεν είναι μία πληγή που χτύπησα το πόδι μου και όλα μία χαρά. Είναι πολύ δύσκολα θέματα για να τα ξεπεράσει μία ψυχή και να μην της αφήνει τραύματα. Θέλει πολλή δύναμη ψυχής. Δυστυχώς ή ευτυχώς εμείς μαζέψαμε τα κομμάτια μας και προχωράμε. Η μέρα είναι πάρα πολύ δύσκολη.
Ανηφορίζουμε κάθε χρόνο στο Γραμματικό, μαζί με τα παιδιά και τα εγγόνια μου, θα αφήσουμε ένα λουλουδάκι στη μνήμη του, θα του πούμε πόσο μας λείπει και μετά θα φύγουμε. Τίποτα άλλο δεν μπορούμε να κάνουμε. Δεν μπορούμε να τον έχουμε ανάμεσά μας».
«Η δίκη ήταν μία υποκρισία του κράτους»
«Αυτό ήταν άλλη μία τραγωδία. Εκεί μας κορόιδεψαν όλοι τους και το αποτέλεσμα ποιο ήταν; Αθωώθηκαν στην Κύπρο, καταδικάστηκαν στην Ελλάδα, με πρόστιμο 70,000 ευρώ ανά άτομο. Αυτή είναι μεγάλη αδικία και θα υπάρχει για πάντα στην ψυχή μου και θα είναι μέσα μου εκείνο το γιατί. Ήταν μία κοροϊδία, ένα φιάσκο, ένας εμπαιγμός για τους συγγενείς, χωρίς ντροπή και χωρίς να αισθάνονται ότι έφυγαν 121 άτομα. Δεν τους ένοιαζαν ότι έφυγαν τόσα άτομα, τους ένοιαζε μόνο να αποζημιωθούν οι εταιρείες τους. Ήταν μία υποκρισία του κράτους, τόσο του ελληνικού, όσο και του κυπριακού και το λέω ευθαρσώς. Παρακολούθησα τη δίκη από την πρώτη μέρα μέχρι την τελευταία. Ήταν μία κοροϊδία. Όλοι οι συγγενείς το λένε. Ξέρουν ποιοι τα έκαναν αυτά τα πράγματα.
Ήταν 121 άτομα μέσα στο αεροπλάνο. Ο πόνος είναι ο ίδιος. Αυτό δεν χωρά αμφιβολία, ότι τον πόνο που νιώθω εγώ αυτές τις ημέρες, κάποιος άλλος δεν θα τον νιώθει, δεν θα τον μοιράζεται, δεν θα τον λυπεί αυτή η κατάσταση. Δεν υπάρχουν λόγια να εκφράσουμε τα συναισθήματα που νιώθουμε κι ας είναι δεκαοκτώ χρόνια μετά. Ο πόνος είναι καθημερινά ο ίδιος, επειδή ποτέ δεν μας έδωσαν μία απάντηση για το πώς έγινε το γεγονός και χάσαμε τους αγαπημένους μας. Και δυστυχώς, δεν έχει σταματήσει αυτό το φαινόμενο και καθημερινά χάνουμε ανθρώπους. Είδαμε την πτώση του Καναντέρ και χάθηκαν δύο νέοι άνθρωποι και δεν μας λένε για ποιο λόγο φεύγουν έτσι και δεν μας λένε τι κάνει η Πολιτεία για να προστατεύσει τους πολίτες της. Τίποτα δεν έχει κάνει. Ακόμη και πρόσφατα, όταν ταξίδεψα, ο έλεγχος είναι πλημμελής. Ακόμη δεν έχουν καταλάβει την σοβαρότητα, όταν μπαίνουμε μέσα στο αεροπλάνο, ότι υπάρχουν 100-200 ψυχές που πρέπει να τις πάρουμε στον προορισμό τους.
Δυστυχώς και η Πολιτεία και το κράτος, το Κυπριακό και το Ελλαδικό, δεν έχουν κάνει τίποτα και θα το φωνάζω αυτό. Μέχρι να φύγω θα φωνάζω ότι δεν μου έδωσαν ξεκάθαρες απαντήσεις στην ερώτηση γιατί δεν επέστρεψαν το αεροπλάνο, αφού ήξεραν ότι έχει βλάβη από τα πρώτα δευτερόλεπτα και το άφησαν να πετάξει μιάμιση ώρα και το άφησαν να έρθει στην Αθήνα και χάσαμε τόσους ανθρώπους. Δεν μου έδωσαν σαφή απάντηση γιατί έπεσε το αεροπλάνο. Θα το φωνάζω μέχρι την τελευταία στιγμή και θα είμαι θυμωμένη μέχρι τελευταία στιγμή, εκτός από τον πόνο που νοιώθω.
Κανένας δεν μπορεί να καταλάβει το σοκ που περάσαμε εμείς, εγώ και η οικογένειά μου και όλες οι οικογένειες. Δεν ξέρουν τι είναι αυτό το σοκ που σημάδεψε για όλη μας τη ζωή, όλες μας τις μετέπειτα ενέργειες. Έφυγε ένας άνθρωπος δικός μας, νέος, άδικα. Γιατί; Πάντα αυτό το γιατί θα το φωνάζω μέχρι να αφήσω και την τελευταία μου πνοή. Θα φωνάζω γιατί μου πήραν το σύζυγό μου, γιατί μας πήραν τους αγαπημένους μας. Ήταν όλοι οι επιβάτες κάτω από 60 ετών, γιατί να χάσει η Πολιτεία αυτά τα άτομα. Και θα είμαι πάντα πικραμένη και στεναχωρημένη και θα μας λείπουν. Άλλαξε η ζωή μας και υπάρχει πάντα ένας πόνος, μία μαχαιριά και μία ανοιχτή πληγή».