Σχεδόν 50 χρόνια διαπραγματεύσεων στο Κυπριακό-Μια ιστορική αναδρομή
11:38 - 17 Ιουλίου 2023
Σχεδόν πενήντα χρόνια μετά τη βάρβαρη τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το ΚΥΠΕ κάνει μια ιστορική αναδρομή στις κυριότερες συμφωνίες που επιτεύχθηκαν έκτοτε και που αποτελούν τη βάση για τη διαπραγμάτευση μιας βιώσιμης και λειτουργικής λύσης, καθώς και στα κυριότερα σχέδια λύσης που προτάθηκαν από τότε.
Με το ζήτημα των εγκλωβισμένων να επείγει τους πρώτους μήνες μετά την εισβολή, Γλαύκος Κληρίδης και Ραούφ Ντενκτάς κατέληξαν το 1975 στη Συμφωνία της Τρίτης Βιέννης, σύμφωνα με την οποία η τουρκική πλευρά αναλάμβανε να παράσχει στον εγκλωβισμένο πληθυσμό «κάθε βοήθεια για να διάγει ομαλή ζωή, περιλαμβανομένων διευκολύνσεων για την παιδεία και για την άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων του, καθώς και ιατρική περίθαλψη από δικούς του γιατρούς και ελευθερία διακίνησης στον βορρά (κατεχόμενα)».
Επιπρόσθετα, με βάση τη συμφωνία, οι Τουρκοκύπριοι που διέμεναν στο νότο, εφόσον το επιθυμούσαν, θα διευκολύνονταν να μετοικήσουν στο βορρά. Τέλος, προβλεπόταν η ελεύθερη πρόσβαση στον ΟΗΕ στα ελληνικά χωριά του βορρά.
Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου θέτουν το πλαίσιο λύσης
Οι Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου Μακαρίου-Ντενκτάς το 1977 και Κυπριανού-Ντενκτάς το 1979 έθεσαν το πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για τη μελλοντική λύση.
Η Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου Μακαρίου-Ντενκτάς, μιλούσε για ανεξάρτητη, αδέσμευτη δικοινοτική ομόσπονδη Δημοκρατία, ενώ το έδαφος υπό τη διοίκηση της κάθε κοινότητας έπρεπε να συζητηθεί υπό το φως της οικονομικής βιωσιμότητας ή παραγωγικότητας και της ιδιοκτησίας γης.
Θέματα αρχών, όπως η ελευθερία διακίνησης, ελευθερία εγκατάστασης, το δικαίωμα περιουσίας και άλλα εξειδικευμένα ζητήματα έμεναν ανοικτά για συζήτηση, λαμβάνοντας υπόψη τη θεμελιώδη βάση ενός δικοινοτικού ομοσπονδιακού συστήματος και «ορισμένες πρακτικές δυσκολίες, οι οποίες μπορεί να προκύψουν για την τουρκοκυπριακή κοινότητα».
Οι εξουσίες και αρμοδιότητες της κεντρικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης προβλεπόταν να είναι τέτοιες, ώστε να διασφαλίζουν την ενότητα της χώρας λαμβανομένου υπόψη και του δικοινοτικού χαρακτήρα του κράτους.
Η Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου Κυπριανού-Ντενκτάς, δύο χρόνια μετά, περιελάμβανε ένα κείμενο 10 σημείων. Επαναβεβαίωνε ότι βάση των συνομιλιών θα είναι οι κατευθυντήριες γραμμές Μακαρίου-Ντενκτάς της Συμφωνίας 1977 και τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών που είναι σχετικά με το κυπριακό πρόβλημα. Προστέθηκε, ωστόσο, ότι πρέπει να υπάρχει σεβασμός για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις βασικές ελευθερίες όλων των πολιτών της Δημοκρατίας.
Επιπλέον, σημείωνε ότι προτεραιότητα θα δοθεί στην επίτευξη συμφωνίας για την επανεγκατάσταση στα Βαρώσια υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, ταυτόχρονα με την έναρξη της μελέτης από τους συνομιλητές των συνταγματικών και εδαφικών πτυχών μιας συνολικής διευθέτησης, σημειώνοντας ότι μόλις επιτευχθεί συμφωνία για τα Βαρώσια θα εφαρμοστεί, χωρίς να αναμένεται η έκβαση των συζητήσεων για άλλες πτυχές του κυπριακού προβλήματος.
Επιπλέον, η ανεξαρτησία, κυριαρχία, εδαφική ακεραιότητα και το αδέσμευτο της Δημοκρατίας θα πρέπει να τυγχάνουν επαρκών εγγυήσεων έναντι της ένωσης, ολικώς ή μερικώς, με οποιαδήποτε άλλη χώρα και έναντι οποιασδήποτε μορφής διχοτόμησης ή απόσχισης.
Στο μεταξύ, τον Νοέμβριο του 1978, παρουσιάστηκε μια κοινή πρόταση από την αμερικανική, βρετανική και καναδική κυβέρνηση, γνωστή ως «Πλαίσιο ABC» (American, British, Canadian, ABC Plan), η οποία βασιζόταν στο Σύνταγμα του 1960 και στη Συμφωνία του 1977. Σύμφωνα με αυτή, το κράτος θα ήταν δικοινοτικό και ομόσπονδο, με απόσυρση όλων των ξένων στρατευμάτων και επιστροφή γης στους Ελληνοκύπριους. Το σχέδιο απορρίφθηκε και από τον Πρόεδρο Σπύρο Κυπριανού και από την Τουρκία ο οποίος ανέφερε ότι επιθυμούσε επανέναρξη των συνομιλιών στη βάση ιδεών του Γ.Γ. του ΟΗΕ και όχι στη βάση πρωτοβουλίας από τρίτη χώρα. Εναντίον της πρότασης (που δεν αποτελούσε ολοκληρωμένο σχέδιο) τάχθηκε και το σύνολο σχεδόν των κομμάτων, με το ΔΗΣΥ να εκφράζει κάποιες επιφυλάξεις,
Δείκτες Γκουεγιάρ
Με πρωτοβουλία του ΓΓ του ΟΗΕ, το 1983, παρουσιάστηκε υπόμνημα, γνωστό ως «Δείκτες Γκουεγιάρ» με προτάσεις για το εδαφικό, το συνταγματικό και το νομοθετικό. Με τους δείκτες ετίθεντο τα «μέγιστα» και «ελάχιστα» όρια των υποχωρήσεων κάθε πλευράς και εισαγόταν η διαδικασία της λεγόμενης κλιμακωτής διαπραγμάτευσης. Στο εδαφικό ο ντε Κουεγιάρ έθετε ως μίνιμουμ παραχωρήσεων στην τουρκική πλευρά το 23% και ως μάξιμουμ το 30% των εδαφών. Προέβλεπε επίσης την εγκαθίδρυση δύο νομοθετικών σωμάτων, την Κάτω Βουλή και την Άνω Βουλή. Στην κάτω Βουλή η κάθε κοινότητα θα αντιπροσωπευόταν με βάση την πληθυσμιακή αναλογία της, ενώ στην Άνω Βουλή, η αντιπροσώπευση θα ήταν 50:50. Για την Εκτελεστική Εξουσία, πρότεινε στην περίπτωση που θα καθιερωνόταν ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας Ελληνοκύπριος, τότε τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου κατά 60% να είναι Ελληνοκύπριοι και κατά 40% Τουρκοκύπριοι. Στην περίπτωση που θα καθιερωνόταν εκ περιτροπής Προεδρία Ελληνοκύπριου και Τουρκοκύπριου, τότε τα ποσοστά στο Υπουργικό Συμβούλιο θα ήταν 70% για τους Ελληνοκύπριους και 30% για τους Τουρκοκύπριους.
Η πρόταση έγινε αποδεκτή από τους Τουρκοκύπριους, ενώ ο Πρόεδρος Κυπριανού ζήτησε από τον Γ. Γ. του ΟΗΕ να συμπεριληφθεί στα ζητήματα της κατ' αρχήν συμφωνίας και η διεθνής πτυχή του Κυπριακού, απορρίπτοντας έμμεσα την πρόταση.
Σύμφωνα με τους καθηγητές του Συνταγματικού Δικαίου Μάνεση, Τσάτσο και Παπαδημητρίου, τυχόν αποδοχή των δεικτών Γκουεγιάρ, "θα επέφερε την πολιτική υποβάθμιση του Κυπριακού λαού, επί πλέον δε την υποθήκευση του μέλλοντος του Κυπριακού Κράτους, δεδομένου ότι καταλυτική συνέπεια της θα ήταν η αδυναμία λειτουργίας, στην πράξη, της προτεινόμενης ανιστόρητης συνταγματικής δομής".
Πλαίσιο προτάσεων για ομοσπονδιακή λύση του Κυπριακού
Στις 30 Ιανουαρίου 1989 ο τότε Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας, Γιώργος Βασιλείου επέδωσε στον Ραούφ Ντενκτάς έγγραφο τιτλοφορούµενο «∆ιάγραµµα προτάσεων για την εγκαθίδρυση Οµόσπονδης ∆ηµοκρατίας και για τη λύση του Κυπριακού προβλήµατος». H πρόταση, που υιοθετήθηκε από το Εθνικό Συμβούλιο, βασιζόταν στις πρόνοιες των συµφωνιών Υψηλού επιπέδου του 1977 και του 1979, και ήταν σύµφωνες µε τον Χάρτη και τα ψηφίσµατα και τις αποφάσεις των Ηνωµένων Εθνών για την Κύπρο.
Στο περιεκτικό αυτό έγγραφο η Κυπριακή Κυβέρνηση περιέλαβε διάγραµµα προτάσεων πάνω σε όλες τις πτυχές του Κυπριακού προβλήµατος µε σκοπό την υποβοήθηση της προσπάθειας για επίτευξη µιας κατόπιν διαπραγµατεύσεων διευθέτησης.
Σύμφωνα με το εισαγωγικό σημείωμα του εγγράφου, όπως δημοσιεύεται από το ΓΤΠ, «ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στο πώς θα διατηρηθεί η ενότητα της χώρας, ώστε όλοι οι Κύπριοι να ζουν και να συνεργάζονται µαζί ειρηνικά σε ένα ανεξάρτητο κράτος, ενώ ταυτόχρονα στοχεύει στην εγκαθίδρυση ενός οµόσπονδου συστήµατος που να µπορεί να λειτουργεί αποτελεσµατικά έτσι που να διευκολύνεται η πρόοδος, να δηµιουργείται εµπιστοσύνη µεταξύ των δύο πλευρών και να ενισχύεται η νοµιµοφροσύνη προς τους θεσµούς της οµοσπονδίας».
Ακόμα, αναφερόταν σε δίκαιη αντιµετώπιση του προβλήµατος ασφάλειας και για τις δύο κοινότητες στο πλαίσιο µιας αποστρατικοποιηµένης οµόσπονδης δηµοκρατίας «έτσι που όλοι οι πολίτες να µπορούν να έχουν εµπιστοσύνη στο µέλλον και να αισθάνονται ότι η προσωπική τους ασφάλεια, η περιουσία και όλα τα άλλα δικαιώµατά τους είναι κατοχυρωµένα».
Η προτεινόµενη Οµοσπονδία προνοούσε ισότητα των περιφερειών που θα την αποτελούν και την εφαρµογή της δικοινοτικότητας ενώ και οι δύο κοινότητες θα μετείχαν σε όλα τα συνταγµατικά όργανα της Οµόσπονδης ∆ηµοκρατίας. Ταυτόχρονα, η Οµοσπονδία θα κατοχύρωνε τη διατήρηση της κουλτούρας και των παραδόσεων της κάθε κοινότητας και τις δηµοκρατικές αρχές της ισότητας όλων των Κύπριων πολιτών, χωρίς διάκριση, σε όλους τους τοµείς, και θα προστάτευε τα ανθρώπινα δικαιώµατα σε ολόκληρη την Κύπρο.
Η πρόταση Βασιλείου, ωστόσο, απορρίφθηκε από την τουρκοκυπριακή πλευρά.
Η Δέσμη Ιδεών Γκάλι
Το 1992, ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Μπούτρος Μπούτρος Γκάλι πρότεινε δέσμη Ιδεών. Τα κυριότερα σημεία του σχεδίου, ήταν η διζωνική δικοινοτική Ομοσπονδία, η πολιτική ισότητα των δυο κοινοτήτων, η επιστροφή εκτάσεων γης στους Ελληνοκυπρίους, μια υπηκοότητα για τον Κύπριο πολίτη και οριοθέτηση των τριών ελευθερίων (μετακίνησης, εγκατάστασης και ιδιοκτησίας) με τη διασφάλιση της πλειοψηφίας της κάθε πλευράς.
Προέβλεπε επίσης τον αμοιβαίο έλεγχο των δύο ομόσπονδων κρατών από την κάθε κοινότητα και την αμοιβαία συμμετοχή των δύο κοινοτήτων σε όλα τα όργανα και τις αποφάσεις του κεντρικού κράτους.
Η λεγόμενη Δέσμη ιδεών Γκάλι δεν έγινε αποδεκτή από την πλειοψηφία των ελληνοκυπριακών κομμάτων, που σε έκτακτη συνεδρία της Βουλής τάχθηκε εναντίον της Δέσμης Ιδεών Γκάλι, ενώ ο Ραούφ Ντενκτάς έφερε ενστάσεις.
Στις 31 Ιουλίου 1997, ο Πρόεδρος Γλαύκος Κληρίδης και ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Ραούφ Ντεκτάς κατέληξαν σε συμφωνία για το ζήτημα των αγνοουμένων, υποσχόμενοι να εργαστούν για την επίλυσή του, παράσχοντας όλες τις πληροφορίες που είχαν στη διάθεσή τους για την τοποθεσία τάφων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων αγνοουμένων.
Σχέδιο Ανάν
Σχέδιο συνολικής διευθέτησης για το Κυπριακό, παρουσίασε ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Κόφι Ανάν, το 2002 και αναθεωρημένο το 2003. Το 2004 συμφωνήθηκε στη Νέα Υόρκη η επανέναρξη ουσιαστικών συνομιλιών στη βάση του δεύτερου αναθεωρημένου Σχεδίου του Γενικού Γραμματέα, αποσκοπώντας σε συμφωνία για ένα τελικό κείμενο. Σε περίπτωση συνεχιζόμενου αδιεξόδου, ο Κόφι Ανάν, ασκώντας τη διακριτική εξουσία του, θα οριστικοποιούσε το κείμενο. Στη συνέχεια οι δύο κοινότητες θα αποφάσιζαν σε χωριστά, ταυτόχρονα δημοψηφίσματα.
«Η προοπτική άσκησης επιδιαιτητικού ρόλου από τον Γενικό Γραμματέα αποδείχτηκε αντιπαραγωγική», αναφέρει το Υπουργείο Εξωτερικών στη σελίδα του, καθώς δεν διεξήχθησαν ουσιαστικές διαπραγματεύσεις, «αφού η τουρκική πλευρά ανάλωσε τον χρόνο υποβάλλοντας αιτήματα αντίθετα προς τις βασικές αρχές του Σχεδίου και με όσα είχαν μέχρι τότε συμφωνηθεί. Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ κατέθεσε το τελικό κείμενο (Ανάν V) στις δύο πλευρές στις 31 Μαρτίου 2004.
Το Σχέδιο Ανάν προέβλεπε τη δημιουργία ενός ομοσπονδιακού κράτους με δύο ομόσπονδα κρατίδια. Η εξουσία στην ομοσπονδία θα μοιραζόταν ανάμεσα στις δύο κοινότητες με ένα πολύπλοκο σχήμα και ο Πρόεδρος θα εναλλασσόταν ανά 20 μήνες, ενώ στο νομοθετικό σώμα οι δύο κοινότητες θα εκπροσωπούνταν ισοδύναμα. Το σχέδιο προέβλεπε αυστηρούς περιορισμούς στην ελευθερία εγκατάστασης μελών της εκάστοτε κοινότητας στο κρατίδιο της άλλης, προκειμένου να μην αλλοιωθεί η πληθυσμιακή καθαρότητα του κάθε κρατιδίου.
Προβλεπόταν ακόμα η δημιουργία Άνω και Κάτω Βουλής. Στην Άνω Βουλή υπήρχε ισοδύναμη εκπροσώπηση (50:50), ενώ στην Κάτω η εκπροσώπηση ήταν ανάλογη με την πληθυσμιακή αναλογία. Στο Ανώτατο δικαστήριο η εκπροσώπηση των δικαστών ήταν 50:50 και προβλέπονταν επιπλέον τρεις ξένοι δικαστές.
Η Ελλάδα και η Τουρκία αποκτούσαν μόνιμη στρατιωτική παρουσία, με σταδιακή μακροχρόνια μείωση των στρατευμάτων.
Σε διάγγελμα του στις 7 Απριλίου 2004, ο Πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος κάλεσε το λαό να απορρίψει το σχέδιο Ανάν. "Παρέλαβα Κράτος διεθνῶς ἀναγνωρισμένο. Δὲν θὰ παραδώσω «Κοινότητα» χωρὶς δικαίωμα λόγου διεθνῶς καὶ σὲ ἀναζήτηση κηδεμόνα. Καὶ ὅλα αὐτὰ ἔναντι κενῶν, παραπλανητικῶν, δῆθεν, προσδοκιῶν. Ἔναντι τῆς ἀνεδαφικῆς ψευδαίσθησης ὅτι ἡ Τουρκία θὰ τηρήσει τὶς δεσμεύσεις της", ανέφερε μεταξύ άλλων.
Στις 24 Απριλίου 2004 διενεργήθηκαν χωριστά δημοψηφίσματα στις δύο κοινότητες. Με ποσοστό 64.9% οι Τουρκοκύπριοι ενέκριναν το σχέδιο ενώ με καθαρή πλειοψηφία του 75,8% οι Ελληνοκύπριοι το απέρριψαν.
Στο μεταξύ, στις 23 Απριλίου 2003 η τουρκική πλευρά ανακοίνωσε τη μερική άρση των παράνομων περιορισμών που επέβαλλε ο τουρκικός στρατός από το 1974, στη διακίνηση των Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων από και προς κατεχόμενες περιοχές, επιτρέποντας τη διέλευση μέσω των οδοφραγμάτων.
Μετά το Σχέδιο Ανάν
Στις 8 Ιουλίου 2006, ο Πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος, με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Μεχμέτ Αλί Ταλάτ συμφώνησαν στη Δέσμη Αρχών με βάση την οποία θα προετοιμαζόταν το έδαφος για νέες συνομιλίες. Οι δύο ηγέτες δεσμεύτηκαν, μεταξύ άλλων, να εργαστούν για την επανένωση της Κύπρου στη βάση διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας και πολιτικής ισότητας όπως αυτή περιγράφεται στα σχετικά ψηφίσματα του ΟΗΕ. Συμφώνησαν επίσης την άμεση έναρξη συζήτησης σχετικά με θέματα που επηρεάζουν την καθημερινή ζωή του λαού.
Αντίστοιχα, στις 23 Μαΐου 2008, ο Πρόεδρος Δημήτρης Χριστόφιας και ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Μεχμέτ Αλί Ταλάτ επαναβεβαίωσαν τη δέσμευση για τη δημιουργία δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας με μια κυριαρχία, μια διεθνή προσωπικότητα, μια υπηκοότητα και με πολιτική ισότητα, όπως αυτή περιγράφεται στα ψηφίσματα του Σ.Α. του ΟΗΕ. Συμφωνήθηκε επίσης να επιδιωχθεί η διάνοιξη και άλλων οδοφραγμάτων. Περαιτέρω, οι δύο ηγέτες συμφώνησαν να εξεταστούν μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Οι συγκλίσεις Χριστόφια – Ταλάτ προέβλεπαν «λύση από τους Κυπρίους για τους Κυπρίους», με συμφωνία των δύο ηγετών και έγκριση του λαού και βασιζόταν στην αρχή «τίποτα δεν συμφωνείται μέχρι να συμφωνηθούν όλα».
Στις 11 Φεβρουαρίου 2014, ο Πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης, με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ντερβίς Έρογλου, προέβησαν σε κοινή δήλωση, η οποία έθεσε το πλαίσιο της νέας διαπραγματευτικής διαδικασίας και επαναβεβαίωσε τις βασικές αρχές της λύσης: Δικοινοτική Διζωνική Ομοσπονδία με πολιτική ισότητα, ενωμένη Κύπρος, μέλος της Ε.Ε. και των Η.Ε., με μία διεθνή νομική προσωπικότητα, μία κυριαρχία, μία ιθαγένεια, σεβασμός στις δημοκρατικές αρχές και τα ανθρώπινα δικαιώματα και ομαλή και αποτελεσματική συμμετοχή Κύπρου στην Ε.Ε.
Διάσκεψη για την Κύπρο
Στις 12 Ιανουαρίου 2017 στη Γενεύη πραγματοποιήθηκε διάσκεψη με θέμα την Κύπρο, με συμμετοχή των τριών εγγυητριών δυνάμεων (Ηνωμένο Βασίλειο, Ελλάδα και Τουρκία) και παρουσία της Ε.Ε., ως παρατηρητή. Τη Διάσκεψη άνοιξε ο Γ.Γ. των Ηνωμένων Εθνών, António Guterres και σε αυτήν συμμετείχαν μία αντιπροσωπεία της Ε.Ε., με επικεφαλής τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κ. Jean Claude Juncker και την Ύπατη Εκπρόσωπο της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας κα Federica Mogherini.
Στη Διάσκεψη συζητήθηκαν για πρώτη φορά θέματα ασφάλειας και εγγυήσεων.
Τον Ιούνιο του 2017 ο Γ.Γ. του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες συγκάλεσε τη Διάσκεψη για την Κύπρο στο Κρανς Μοντανά της Ελβετίας. Στη Διάσκεψη έλαβαν μέρος η Κυπριακή Δημοκρατία, η τουρκοκυπριακή πλευρά με τον νέο ηγέτη της Μουσταφά Ακιντζί, οι τρείς εγγυήτριες δυνάμεις Ελλάδα, Τουρκία, Ηνωμένο Βασίλειο και η Ε.Ε. ως παρατηρητής.
Στο Κρανς Μοντανά τέθηκε το πλαίσιο Γκουτέρες, το οποίο έθετε τη βάση συζήτησης για την τελική διαπραγμάτευση του Κυπριακού. Στο πλαίσιο Γκουτέρες τέθηκαν το εδαφικό, το περιουσιακό, η πολιτική ισότητα, η αντιμετώπιση Ελλήνων και Τούρκων υπηκόων, η ασφάλεια και οι εγγυήσεις
«Η Διάσκεψη κατέληξε σε αδιέξοδο λόγω της επιμονής της Τουρκίας για μόνιμη παρουσία στρατευμάτων στην Κύπρο και για διατήρηση των επεμβατικών της δικαιωμάτων», αναφέρει στη σελίδα του το Υπουργείο Εξωτερικών.
5+1
Στις 27 -29 Απριλίου 2021 ο ΓΓ του ΟΗΕ συγκάλεσε την άτυπη συνάντηση 5+1 για την Κύπρο, στη Γενεύη με στόχο την επίτευξη διεξόδου για την επανέναρξη διαδικασίας απευθείας συνομιλιών για λύση του κυπριακού. «Δυστυχώς η άρνηση της Τουρκίας και του ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας να επαναβεβαιώσουν τη δέσμευση τους στη συμφωνημένη βάση λύσης δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα όπως ορίζεται στα ψηφίσματα των ΗΕ, η επιμονή τους σε αποδοχή του ίσου καθεστώτος «δύο κρατών» ως προϋπόθεσης για επανέναρξη συνομιλιών και η απόρριψη της πρόταση του ΓΓ για διορισμό ειδικού απεσταλμένου, οδήγησαν την προσπάθεια σε αδιέξοδο», αναφέρει το ΥΠΕΞ.
Επιπλέον, η Τουρκία προχώρησε στη δημιουργία νέων τετελεσμένων στις κατεχόμενες περιοχές, ανακοινώνοντας στις 23 Ιουλίου περαιτέρω παράνομες ενέργειες στα Βαρώσια οι οποίες παραβιάζουν τα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.
Επιθυμητό Πλαίσιο λύσης
Σύμφωνα με το Υπουργείο Εξωτερικών, στόχος είναι η επίτευξη συνολικής και βιώσιμης λύσης σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη και τα σχετικά ψηφίσματα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, η οποία θα οδηγεί στη μετεξέλιξη του ενιαίου κράτους σε μια δικοινοτική διζωνική ομοσπονδία με μία κυριαρχία, μία ιθαγένεια και μία διεθνή προσωπικότητα με πολιτική ισότητα όπως αυτή ορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών.
"Η λύση πρέπει να προνοεί την πλήρη αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων, την κατάργηση του αναχρονιστικού συστήματος εγγυήσεων, την αποχώρηση των εποίκων και να διασφαλίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες όλων των Κυπρίων", αναφέρει στη σελίδα του το ΥΠΕΞ, συμπληρώνοντας ότι η λύση θα πρέπει περαιτέρω να εγγυάται την ενότητα του κράτους, των θεσμών, της κοινωνίας και της οικονομίας, να συνάδει με το ευρωπαϊκό κεκτημένο και να σέβεται πλήρως τις αρχές επί των οποίων εδράζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση.
"Όραμα μας είναι μια ελεύθερη και επανενωμένη Κύπρος, κοινή πατρίδα Ελληνοκυπρίων, Τουρκοκυπρίων, Αρμένιων, Μαρωνιτών και Λατίνων, η οποία να αποτελεί πρότυπο ειρηνικής συμβίωσης και ευημερίας του συνόλου των πολιτών της και πυλώνα σταθερότητας, ειρήνης και ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο", καταλήγει.