Η ανεκπλήρωτη επιθυμία της Λούλας και το κέικ που βάφτισε βασιλόπιττα η Μηλίτσα
08:50 - 01 Ιανουαρίου 2020

ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ - ΚΑΤΑΥΛΙΣΜΟΣ ΞΥΛΟΤΥΜΠΟΥ - ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 1975 from Digital Herodotus on Vimeo.
Είναι μεσημέρι Πρωτοχρονιάς του 1975, της πρώτης μετά την εισβολή, στον πρόχειρο καταυλισμό προσφύγων στην Ξυλοτύμπου. Στα τσιατίρκα…
Τα παιδιά παίζουν στο λασπωμένο έδαφος, οι άνδρες περιφέρονται έξω από τα αντίσκηνα και οι γυναίκες ετοιμάζουν φαγητό. Τίποτα δεν θυμίζει Πρωτοχρονιά… Ο αείμνηστος δημοσιογράφος, Δημήτρης Ανδρέου, μπαίνει στις σκηνές και καταγράφει, φανερά συγκινημένος και ο ίδιος, τις αντιδράσεις των προσφύγων.
Σε κάποια στιγμή (σ.σ στο 4ο λεπτό και 35 δευτερόλεπτα), προσεγγίζει τη σκηνή της οικογένειας της κ. Λούλας Χριστοδούλου από τη Μηλιά.
Και τότε ο χρόνος σταματά στο μικρό σπίτι στις Κόκκινες…. Η κ. Λούλα, βλέποντας το βίντεο 45 χρόνια μετά, σφίγγει τις παλάμες της στα χερούλια της καρέκλας... Ξεσπά σε λυγμούς, όταν αναγνωρίζει τη μάνα της Θεοδώρα, που έφυγε με τον πόθο της επιστροφής... Για πρώτη φορά, μετά από 13 χρόνια, ακούει ξανά τη φωνή της.
«Είμαι από τη Μηλιά της Επαρχίας Αμμοχώστου. Την ωραία την Μηλιά, τζιαι στερούμαστεν την σήμερα, που κάμνουμεν Χριστούγεννα τζιαι Πρωτοχρονιές», λέει τότε στον Δημήτρη Ανδρέου η κ. Θεοδώρα, που απεβίωσε το 2006.
«Μόνη μας επιθυμία είναι να γυρίσουμε στο σπίτι μας. Ούτε που το φαΐ μας κόφτει… Ναι μπορεί να στερούμαστε, αλλά δεν μας κόφτει ούτε που το φαΐ ούτε που το νερό. Θέλουμε να πάμε στο σπίτι μας μιαν ώρα γληορίττερα».
«Ήταν μία επιθυμία που εν θα εκπληρωθεί, αγάπη μου. Σπίτι εν έχω, κόρη μου, εκρούσαν μου το. Επήα και εκρούσαν τα βλαντζιά μου, που το είδα. Επήρεν μας ο γιος μας στη Μηλιά, λίγες μέρες μετά που ανοίξαν τα οδοφράγματα το 2003. Μόλις είδα το σπίτι μου, είπα να κλάψω... Είπα να κλάψω, μη κακόν, σαν να τζιαι πέθανε κάποιος», λέει στον REPORTER η κ. Λούλα...
Και αρχίζει να κλαίει με αναφιλητά... Το μεγάλο της παράπονο, είναι που δεν είδαν τα εγγόνια της το σπίτι της γιαγιάς.
«Επήαν τα εγγονάκια μου να δουν το σπιτάκι της γιαγιάς, το σπιτάκι που μεγάλωσε ο παπάς τους και τίποτε εν ήβραμε. Έμενε ένας Τουρκοκύπριος από τα Κελιά στο σπίτι μας και νόμιζε, όπως μας είπαν, ότι είχε φίλο η γυναίκα του. Την μαχαίρωσε 19 φορές αλλά, ευτυχώς, έζησε η κοπέλα. Όταν εφκήκε που τη φυλακή, έλουσε με πεζίνα το σπίτι και έβαλεν του φωτιά. Ευτυχώς η γυναίκα και τα μωρά τους δεν ήταν μέσα. Η γυναίκα του έφυε μετά, πήγε στην Αυστραλία».
«Πρώτη φορά βλέπω τούντο βίντεο. Ήταν κάτι το απερίγραπτο, έτσι μέρες να είσαι μακριά από το σπίτι σου. Και τωρά το ίδιο νιώθω. Πριν τρία χρόνια έχασα και τον άντρα μου. Βασίλισσα να γινώ τον τόπο μου εν τον αλλάσσω. Πάντα θα θυμούμαι τον τόπο μου. Θυμούμαι και λυπούμαι. Στη γειτονιά μου στη Μηλιά, δεν έμεινε σχεδόν ούτε έναν πλάσμα που ζει.
Κόρη μου, επεράσαμεν πολλά κακά στα αντίσκηνα. Τη ζωή που επεράσαμεν ενάμιση χρόνο, εν μπορώ να σου την περιγράψω. Έβρεχε συνέχεια. Επέφταμεν να κοιμηθούμε, τζιαι έπεφτε το τσιατίρι που πάνω μας… Άτε να σηκωστεί ο άντρας μου να το στήσει.
Εφύαμεν με τα ρούχα που φορούσαμεν και τις παντόφλες. Το φουστάνι που φορούσαμε έχω το μες το ερμάρι. Στις αρχές στα αντίσκηνα εν είχε ρεύμα. Τα μωρά εδκιαβάζαν με τες λαμπούες και εκάμναν βάρδιες. Την Πρωτοχρονιά εκείνη, που είναι το βίντεο, δεν είχαμε ρεύμα. Εμείναμε ενάμιση χρόνο στα τσιατίρκα. Πήγαμε Σεπτέμβρη του 1974 και πρώτη του Μάρτη του 1976 ήρθαμε στο σπίτι στις Κόκκινες. Εδώσαν μας κλειδί. Βρήκε κάποιον ο άντρας μου που είχε φορτηγό και έφερεν τον να φορτώσουμε τα πράματα. Λέει μας «μα τούτα έχετε;» Είχαμε ένα τραπεζούι, τα στρώματα μας, δύο καρέκλες και δυο βαλίτσες. Αυτά είχαμε. Εμηνίσκαμε με τη μάμα μου και τον παπά μου τον πρώτο καιρό. Εφτά άτομα στο ίδιο σπίτι. Όταν ήρθαμε ποδά πήγαινα και καθάριζα το σπίτι μιας οικογένειας. Και ο άντρας μου εδούλευκε».
Όταν φέρνει στη μνήμη της τις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς στη Μηλιά, το υγρό πρόσωπο της κ. Λούλας ηρεμεί...
Της ζητώ να πει την επιθυμία της, όπως της ζητήθηκε και τότε στον καταυλισμό στην Ξυλοτύμπου.
«Ειρήνη, αγάπη μου. Μακάρι να είναι ο τελευταίος χρόνος της προσφυγιάς. Να μεν έχει πόλεμο πλέον. Να γίνει ειρήνη και να πάει ο κόσμος σπίτι του. Να μεν ξαναπεράσουμε τα ίδια. Να μεν περάσουν ούτε τα παιδιά μας ούτε τα εγγόνια μας, ότι περάσαμε εμείς».
Το κέικ που βαφτίστηκε βασιλόπιτα και ο Άγιος βασίλης που δεν ήρθε ποτέ...
Το βίντεο της Πρωτοχρονιάς του 1975, μας οδηγεί στη συνέχεια και σε ένα άλλο σπίτι στην τουρκοκυπριακή συνοικία της Λάρνακας. Η θάλασσα στην Πιαλέ Πασιά είναι αγριεμένη και βρέχει καταρρακτωδώς.
Ο δημοσιογράφος Δημήτρης Ανδρέου μπαίνει στη σκηνή και προσεγγίζει την οικογένειά της (σ.σ στο πρώτο λεπτό).
Και τότε… ξεκίνησε βροχή από δάκρυα στο μικρό σπίτι στη Λάρνακα. Της μητέρας που είδε τη μάνα της που έφυγε στην προσφυγιά, της κόρης που είδε τη μάμα της νέα και των εγγονιών, που προσπαθούσαν να κρυφτούν για να μην δει η γιαγιά πόσο συγκινήθηκαν.
«Μαράζι και λύπη. Ούτε εκκλησία επήαμεν, ούτε ρούχα είχαμε να φκάλουμε, ούτε παπούτσια να φορήσουμε… με αυτά που έχουμε και μες το τσιατιρούιν μας όλη μέρα», λέει η μητέρα της κ. Μηλίτσας.
«Αυτή που μιλά τώρα είναι η κουνιάδα μου η Λούλα Ανδρέου και το μωρό η Μαρία, η κόρη της. Ήταν δύο χρονών τότε. Είμαστε αχώριστες από τότε».
Η Λούλα Ανδρέου, είπε τότε στον δημοσιογράφο του ΡΙΚ: «Αισθανόμαστε λύπη, επειδή που ήμασταν στα σπίτια μας αυτές τις μέρες, ήμασταν πάρα πολύ χαρούμενοι και τα μωρά μας και εμείς. Το μωρό μου το μικρό λέει “μαμά θέλω να πάμε στο σπίτι μας, θέλω την καρεκλού μου και την κούκλα μου και κλαίει”.
Λέει μου εψές “δεν θα μου φέρει δώρα ο Άγιος Βασίλης φέτος;” Της λέω, “Μαρία μου θα σου φέρει”. Σηκώθηκε το πρωί και λέει μου “Μάμα μου που είναι τα δώρα που μου έφερε;” Και τότε ο παπάς της έδωσεν της 5-6 σελίνια, για να κάνει χαρά το μωρό».
«Τούτη είμαι εγώ. Εν θυμόμουν ότι μίλησα στον δημοσιογράφο», λέει η κ. Μηλίτσα.
Του προσφέρει ένα κομμάτι βασιλόπιτας και κάνει την ευχή της... «Για το 1975 εύχομαι να γίνει ειρήνη να πάμε στα σπίτια μας, να ενωθούμε να γίνουμε πιο αγαπημένοι».
«Δύο μήνες μετά, 9 του Μάρτη του 1975, παντρεύτηκα στα τσιατίρκα. Το νυφικό μου το κρεβάτι ήταν με μπάλες που τρων τα κτηνά. Ήμουν 21 χρόνων. Παντρευτήκαμε στην Ξυλότυμπου στην εκκλησία του Αγίου Ανδρονίκου και της Αγίας Αθανασίας. Φόρεσα και νυφικό, είχα και παρανυμφάκια. Μια κοπέλα ήξερε λίγο κομμωτική και με κτένισε. Δεχτήκαμε συγχαρητήρια στην εκκλησία και μετά πήγαμε στον καταυλισμό. Επιάσαμεν ξημέρωμα 500 λίρες».
«Τότε έκαμες μια ευχή», της λέω και παρά το γεγονός ότι τα δύο τρίτα της ζωής της τα έζησε στην προσφυγιά συνεχίζει να νιώθει ξένη.
«Έκαμα ευχή να επιστρέψουμε στους τόπους μας, στο σπίτι μας. Εν να βάλεις τους τόπους μας με δαμέσα; Οι τόποι μας είναι διαφορετικοί. Είσαι ξένος δαμέ. Το χωριό μας είχε ζωή. Ο καθένας είχε την περιουσία του. Τωρά είμαστε διαφορετικά. Πηγαίναμε στους συγγενείς. Τωρά κλείεις την πόρτα του σπιτιού και βλέπεις τους τοίχους. Κάποτε πάω στην κόρη μου στα Κλαυδιά και αρέσκει μου που βλέπω το πράσινο, τον κάμπο, τα δεντρα. Έτσι ήμουν μαθημένη. Είχε μεγάλο κάμπο η Μηλιά».
«Την Πρωτοχρονιά στο χωριό , ανάβκαμεν ένα βαρέλι με κάρβουνα και έβαζε μας η μάμα μου να κάμνουμε τον “Άη Βασίλη Βασιλιά”, την ελιά. Έκαμνεν μας βασιλόπιττα, κουλούρκα, γλισταρκές, ποξαμάθκια. Έσφαζαν χοίρο και κότες που είχαμε μες την αυλή και εκάμναμεν Χριστούγεννα με τους συγγενείς, με τα αδέρφια. Ήταν διαφορετικά».
Στα τσιατίρκα
«Ήταν πολλά δύσκολα τα πράματα στα τσαιτίρκα. Μείναμε έξι μήνες. Επέφταμε πας τα campbed. Μας έδιναν ένα τέταρτο της μπουκάλας λάδι και λίγο φαΐ για όλη την οικογένεια. Με ό,τι είχαμε, επεράσαμε.
Ήμουν τριών μηνών έγκυος όταν έφυγα. Ήρθαμε εδώ, στα τούρκικα. Είμαι 45 χρόνια εδώ. Έκαμα τρία μωρά. Επάντρεψα τα. Δόξα τω θεώ.
Ήμουν ράφταινα στο χωρκό. Όταν ήρθαμε ποδά άρχισα να ράβω ρούχα. Έπκιασα πελάτες και μετά έραβα για ένα εργοστάσιο για να βγάλω μεροκάματο. Δούλευε και ο άντρας μου σε ξενοδοχεία γκαρσόνι. Υστέρα χώρισα με τον άντρα μου και εστάθηκα και εμεγάλωσα τα μωρά. Άνοιξα μια ταβερνούα. Την είχα 27 χρόνια. Δόξα τω Θεώ. Περάσαμε».
Ίδια ευχή και το 2020
«Η ευχή μου είναι να πάει ο κόσμος στα σπίτια του. Να λυθεί το Κυπριακό. Μια το Ισραήλ, μια η Συρία, φοάσαι μήπως έρθουν και πκιάουν μας ούλους. Επήα στη Μηλιά και είδα το σπίτι μου αλλά την τελευταια φορά εχαλάσαν το επειδή ήταν παλιό πλινθαρένο. Τώρα είναι χωράφι, τίποτε εν έμεινε. Νοσταλγώ τον τόπο μου. Τι κρίμα… να νοσταλγείς τον τόπο σου», λέει καταλήγοντας.
Η ανεκπλήρωτη αντάμωση…
Το βίντεο παίζει… Ξανά και ξανά. Έτσι, για να θυμηθούμε τι έζησαν οι παππούδες και οι γονιοί μας. Πολλοί πρόσφυγες στέλνουν χαιρετίσματα στα εγκλωβισμένα μέλη των οικογενειών τους, που διαμένουν στα κατεχόμενα.
«Η γυναίκα μου και τα παιδιά μου είναι στη Γιαλούσα. Τους εύχομαι Καλά Χριστούγεννα και ευτυχισμένο το 1975. Στη γυναίκα μου Αντρούλλα, στην κόρη μου Κούλλα, στο γιο μου Νουφράκη, στον πατέρα μου, τη μητέρα μου, την αδερφή μου και τα πεθερικά μου. Εύχομαι ότι σύντομα θα ανταμωθούμε».
Το ίδιο κάνουν και άλλα δύο παλλικάρια. Εύχονται καλή αντάμωση.
Καλή Πρωτοχρονιά σε όλους. Ας ελπίσουμε ότι αυτή δεν θα είναι μια χρονιά, όπως το 1975 και τις υπόλοιπες 45 που ακολούθησαν. Ας είναι η χρονιά της απελευθέρωσης της πατρίδας μας.
*Θερμές ευχαριστίες στον κοινοτάρχη Μηλιάς Αντώνη Καραντώνη. Χωρίς τη βοήθειά του δεν θα εντοπίζαμε τα άτομα από τη Μηλιά που μιλούν στο βίντεο.